- προσαποκρίνομαι
- Α [ἀποκρίνομαι]απαντώ προσθέτοντας και κάτι άλλο πέρα από εκείνο για το οποίο ρωτήθηκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαποκρίνεται — προσαποκρί̱νεται , προσαποκρίνομαι answer with some addition aor subj mid 3rd sg (epic) προσαποκρί̱νεται , προσαποκρίνομαι answer with some addition pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπεκρίθη — προσαπεκρί̆θη , προσαποκρίνομαι answer with some addition aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπεκρίθησαν — προσαπεκρί̆θησαν , προσαποκρίνομαι answer with some addition aor ind pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπεκρίναντο — προσαπεκρί̱ναντο , προσαποκρίνομαι answer with some addition aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποκρινοῦμαι — προσαποκρῐνοῦμαι , προσαποκρίνομαι answer with some addition fut ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποκρίνασθαι — προσαποκρί̱νασθαι , προσαποκρίνομαι answer with some addition aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποκρίνεσθαι — προσαποκρί̱νεσθαι , προσαποκρίνομαι answer with some addition pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαποκρίνονται — προσαποκρί̱νονται , προσαποκρίνομαι answer with some addition pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)